- κάτοινος
- κάτοινος, -ον (Α)1. μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.)2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης3. αυτός που έχει το χρώμα τού οίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οινος (< οἶνος), πρβλ. έν-οινος, πάρ-οινος].
Dictionary of Greek. 2013.